Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

έξοδα τής

  • 1 δίκη

    η
    1) суд, судебный процесс, судебное дело, тяжба;

    δίκη ερήμην — заочное судебное разбирательство;

    δίκη κατ' αντιμωλίαν — очное судебное разбирательство;

    έξοδα τής δίκης — судебные издержки;

    κερδίζω (χάνω) την δίκη — выигрывать (проигрывать) судебный процесс;

    2) отмщение; воздаяние;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δίκη

  • 2 έξοδο(ν)

    το (чаще πλ.)
    1) расходы, издержки;

    τα έξοδα ατομικά — личные расходы;

    μικρά (καθημερινά) έξοδα — мелкие (текущие) расходы;

    οδοιπορικά έξοδα — дорожные издержки, расходы; — подъёмные;

    δικαστικά έξοδα — судебные издержки;

    έξοδέξοδα παραγωγής — издержки производства;

    γενικά έξοδα — накладные расходы;

    απρόοπτα έξοδα — непредвиденные расходы;

    βάζω σε περιττά έξοδα — вводить в излишние расходы;

    μπαίνω στα έξοδα — входить в расход;

    υποβάλλομαι σε έξοδα — нести расходы;

    καλύπτω τα έξοδα — покрывать расходы;

    του πλήρωσα όσα έξοδα εκαμε — я оплатил его расходы;

    με έξοδα... — за счёт...;

    με δικά μου (σου, του, της κ.λ.π.) έξοδα — или δι' εξόδων μου (σου, του, της κ.λ.π.) — за свой счёт;

    έξοδα κοινά — на общий счёт;

    2) бухг, расход;

    έσοδα και έξοδα — приход и расход

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έξοδο(ν)

  • 3 έξοδο(ν)

    το (чаще πλ.)
    1) расходы, издержки;

    τα έξοδα ατομικά — личные расходы;

    μικρά (καθημερινά) έξοδα — мелкие (текущие) расходы;

    οδοιπορικά έξοδα — дорожные издержки, расходы; — подъёмные;

    δικαστικά έξοδα — судебные издержки;

    έξοδέξοδα παραγωγής — издержки производства;

    γενικά έξοδα — накладные расходы;

    απρόοπτα έξοδα — непредвиденные расходы;

    βάζω σε περιττά έξοδα — вводить в излишние расходы;

    μπαίνω στα έξοδα — входить в расход;

    υποβάλλομαι σε έξοδα — нести расходы;

    καλύπτω τα έξοδα — покрывать расходы;

    του πλήρωσα όσα έξοδα εκαμε — я оплатил его расходы;

    με έξοδα... — за счёт...;

    με δικά μου (σου, του, της κ.λ.π.) έξοδα — или δι' εξόδων μου (σου, του, της κ.λ.π.) — за свой счёт;

    έξοδα κοινά — на общий счёт;

    2) бухг, расход;

    έσοδα και έξοδα — приход и расход

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έξοδο(ν)

  • 4 ημερήσιος

    ία, ο[ν]
    1) ежедневный;

    ημερήσία έξοδα — ежедневные расходы;

    η ημερήσία των Αθηνών «Το Βήμα» — афинская ежедневная газета «Вима»;

    2) будничный, обыденный;
    3) дневной, происходящий днём;

    ημερήσία εργασία — дневная работа;

    4) дневной, однодневный, суточный;

    ημερήσία μερίδα — суточный рацион;

    ημερήσία πορεία — суточный, дневной переход, марш;

    ημερήσία κίνηση της γης — суточное вращение Земли;

    ημερήσία αποζημίωση — суточные (о деньгах);

    § ημερήσία διάταξη — повестка дня;

    ημερήσία διαταγή — воен, приказ по части

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ημερήσιος

  • 5 κίνηση

    [-ις (-εως)] η
    1) е разн. знач движение;

    η περιστροφική κίνηση — вращательное движение;

    χαριτωμένες κίνήσεις — изящные движения;

    μεγάλη κίνηση — большое движение;

    τροχαία κίνηση — а) уличное движение; — б) служба регулирования уличного движения;

    κίνηση πληθυσμού — движение народонаселения;

    κίνηση ταμείου — оборот кассы;

    κίνηση στα άδεια ( — или νεκρά) — холостой ход;

    θέτω ( — или βάζω) σε κίνηση — приводить в движение; — пускать в ход;

    μπαίνω σε κίνηση — приходить в движение;

    2) оживление, оживлённость; активность;

    η εμπορική κίνηση — коммерческая активность;

    παρατηρείται κάποια κίνηση — наблюдается, чувствуется какое-то оживление;

    3) передвижение (войск);
    4) кив5ние, кивок;

    κίνηση της κεφαλής — кивок головы;

    § κίν ιδεών — а) борьба идей; — б) развитие мысли;

    εκπολιτιστική κίν — культурная жизнь;

    έξοδα κίνήσεως — командировочные расходы;

    κίνηση αγωγής — возбуждение (судебного) дела; — предъявление (судебного) иска

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κίνηση

  • 6 μπαίνω

    (αόρ. (ε)μπήκα) αμετ.
    1) входить (в помещение); 2) садиться (в трамвай и т. п.); 3) входить, влезать, забираться;

    μπαίνω στο μπάνιο — садиться в ванну;

    μπαίνω στο νερό — лезть в воду;

    4) входить, вмещаться;
    5) входить в состав (чего-л.);

    μπαίνει στο λογαριασμό — это включено в счёт;

    6) поступать, устраиваться;

    μπαίνω στη δουλειά (στην υπηρεσία) — поступать на работу (на службу);

    μπαίνω στο πανεπιστήμιο — поступать, быть принятым в университет;

    7) вмешиваться;

    μπαίνει παντού — а) он во всё вмешивается, всюду суёт свой нос; — б) он вхож повсюду; — для него все двери открыты;

    8) понимать; вникать;
    μπηκες (μέσα или στο νόημα); ты понял?;

    μπαίνω στο ρόλο — входить в роль;

    μπαίνω στίς λεπτομέρειες (στην ουσία της υπόθεσης) — вникать в подробности (в суть дела);

    μπηκα στην υπόθεση я уже в курсе дела;
    9) садиться (о материале); 10) наступать, приходить; μπήκε ο χειμώνας зима пришла;

    § μπαίν φυλακή — садиться в тюрьму;

    μπαίνω στο κλουβί ( — или στο ζυγό) — жениться;

    μπαίνω εγγυητής — поручиться (за кого-л.);

    μπαίνω στα εξοδα — нести большие расходы;

    μπαίνω στα βάσανα — брать на себя большую ответственность; — брать на себя большие заботы;

    μπαίνω στη μέση — вмешиваться;

    του μπήκε στο κεφάλι ему взбрело в голову;

    μπαίν στο ρουθούνι — надоедать;

    μπαίνω σε μιά τέχνη — осваивать какое-л. ремесло;

    μπαίνω σε ισχύ — входить в силу (о законе и т. п.);

    μπατε σκύλλοι αλέστε κι' αλεστικά μη δίνετε (или μη δώστε) погов, без хозяина дом вверх дном

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μπαίνω

См. также в других словарях:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες …   Dictionary of Greek

  • παράσταση — I Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παριστώ, η με αισθητό τρόπο απόδοση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων. Π. λέγεται και η εξωτερική όψη ανθρώπου και ο τρόπος της εξωτερικής του εμφάνισης, το παρουσιαστικό του. Επίσης, η κοινωνική εμφάνιση… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… …   Dictionary of Greek

  • ευεργέτημα — Το αποτέλεσμα της ευεργεσίας, η χάρη, μια ωφέλιμη και γενικά καλή πράξη. Ο όρος χρησιμοποιείται και στη νομική γλώσσα αλλά με διαφορετικές έννοιες, ανάλογα με τις περιπτώσεις. Στο μεσαιωνικό δίκαιο ο όρος ε. δήλωνε την παραχώρηση της κάρπωσης… …   Dictionary of Greek

  • μέτοικος — Στην αρχαία Αθήνα μ. ονομάζονταν οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι, ελληνικής ή βαρβαρικής καταγωγής, που δεν είχαν τα πολιτικά δικαιώματα των Αθηναίων. Οι μ. έλεγχαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία, ενώ συνετέλεσαν καθοριστικά στην οικονομική άνθηση… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»